- ἀνίσχοντα
- ἀνά-ἴσχωkeep backpres part act neut nom/voc/acc plἀνά-ἴσχωkeep backpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
μεσουρανώ — (ΑM μεσουρανῶ, έω) (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο μέσο τού ουρανού, διέρχομαι από τον μεσημβρινό ενός τόπου, είμαι στο κατακόρυφο σημείο («οἷον ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῡντα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek